-
1 παραναλισκω
(fut. παραναλώσω; aor. pass. παραναλώθην)1) расходовать зря, расточать2) приносить в жертву, губить (sc. ἄνδρα ἄριστον Plut.)
См. также в других словарях:
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek